- τσούλα
- η(λ. ιταλ.), νέα γυναίκα του δρόμου, φτηνή και ανεπίσημη πόρνη μικρής ηλικίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσούλα — η, Ν πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ciulla … Dictionary of Greek
τσουλάκι — το, Ν [τσούλα] υποκορ. τού τσούλα … Dictionary of Greek
τσουλάρα — η, Ν (επιτ. τ.) τσούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσούλα + μεγεθ. κατάλ. άρα (πρβλ. κουκλ άρα)] … Dictionary of Greek
τσούλαρος — ο, Ν (επιτ. τ.) τσούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσούλα + μεγεθ. κατάλ. αρος (πρβλ. κλέφτ αρος)] … Dictionary of Greek
τσουλί — το, Ν [τσούλα] υποκορ. πορνίδιο … Dictionary of Greek
τσουλίτσα — (I) η, Ν μικρή φούντα, φουντίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zuluf]. (II) η, Ν [τσούλα] υποκορ. πορνίδιο, πουτανίτσα … Dictionary of Greek
τσούλος — ο, Ν (επιτ. τ.) τσούλαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσούλα + μεγεθ. κατάλ. ος (πρβλ. μούλαρ ος)] … Dictionary of Greek
Καλιφόρνια — I (California). Πολιτεία (411.047 τ. χλμ., 35.116.033 κάτ. το 2002) των ΗΠΑ στο νοτιοδυτικό τμήμα της χώρας, πρώτη σε πληθυσμό και τρίτη σε έκταση μετά την Αλάσκα και το Τέξας. Συνορεύει με τις πολιτείες Όρεγκον στα Β, Νεβάδα στα Α, Αριζόνα στα… … Dictionary of Greek
τσουλάκι — το μικρή τσούλα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)